- θᾶτον
- θάζωseatedfut ind act 3rd dualθάζωseatedfut ind act 2nd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώστε — 1. σύνδ. συμπερασματικός, λοιπόν, ώστε, επομένως: Ώστε δεθα με συνοδέψεις; 2. ως επίρρ. ανταποδοτικό του τόσος ή τόσο δηλώνει συνέπεια, αποτέλεσμα: Είναι τόσοαπασχολημένος με τις δουλειές του, ώστε δεν του μένει καιρός να δει τα παιδιά του. 3. ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)